- τριγλυκερίδιο
- trigliserid
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.
τριγλυκερίδιο — το, Ν συν. στον πληθ. τα τριγλυκερίδια (βιοχ.) γλυκερίδια τα οποία περιέχουν στο μόριό τους τρεις ακυλομάδες, αλλ. τριακυλογλυκερόλες … Dictionary of Greek
γλυκερίδια — Εστέρες που σχηματίζονται κατά την αντίδραση της γλυκερίνης με ανόργανα ή οργανικά μονοκαρβονικά οξέα. Επειδή η γλυκερίνη είναι τρισθενής αλκοόλη υπάρχουν μονο , δι και τριεστέρες, απλοί ή μεικτοί, ανάλογα δηλαδή εάν περιέχουν ρίζες του ίδιου ή… … Dictionary of Greek
δαφνίνη — η 1. γλυκοζίτης που περιέχεται στη δάφνη την άλπειο 2. το τριγλυκερίδιο τού δαφνικού οξέος … Dictionary of Greek